νεοναζιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοναζιστής οι νεοναζιστές
      γενική του νεοναζιστή των νεοναζιστών
    αιτιατική τον νεοναζιστή τους νεοναζιστές
     κλητική νεοναζιστή νεοναζιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νεοναζιστής < γερμανική Neonazist, νεο- + ναζιστής

Ουσιαστικό

νεοναζιστής αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.