ναφθαλίνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ναφθαλίνιο | τα | ναφθαλίνια |
| γενική | του | ναφθαλινίου & ναφθαλίνιου |
των | ναφθαλινίων |
| αιτιατική | το | ναφθαλίνιο | τα | ναφθαλίνια |
| κλητική | ναφθαλίνιο | ναφθαλίνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
ναφθαλίνιο
|
→ δείτε τη λέξη ναφθαλίνη |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.