ναυσίπορος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ναυσίπορος | τὸ | ναυσίπορον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ναυσιπόρου | τοῦ | ναυσιπόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ναυσιπόρῳ | τῷ | ναυσιπόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ναυσίπορον | τὸ | ναυσίπορον | ||
| κλητική ὦ! | ναυσίπορε | ναυσίπορον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ναυσίποροι | τὰ | ναυσίπορᾰ | ||
| γενική | τῶν | ναυσιπόρων | τῶν | ναυσιπόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ναυσιπόροις | τοῖς | ναυσιπόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ναυσιπόρους | τὰ | ναυσίπορᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ναυσίποροι | ναυσίπορᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ναυσιπόρω | τὼ | ναυσιπόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ναυσιπόροιν | τοῖν | ναυσιπόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ναυσίπορος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ναυσίπορος, -ος, -ον
- (για ποτάμι) που μπορούν να το περάσουν με πλοίο, πλωτός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 2, 2.3
- ὡς γὰρ ἐγὼ νῦν πυνθάνομαι, ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ βασιλέως ὁ Τίγρης ποταμός ἐστι ναυσίπορος, ὃν οὐκ ἂν δυναίμεθα ἄνευ πλοίων διαβῆναι·
- Γιατί, όπως πληροφορούμαι τώρα, ανάμεσα σε μας και το βασιλιά βρίσκεται ο Τίγρητας ποταμός, που είναι πλωτός, αλλά δεν μπορούμε να τον περάσουμε δίχως καράβια.
- Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ὡς γὰρ ἐγὼ νῦν πυνθάνομαι, ἐν μέσῳ ἡμῶν καὶ βασιλέως ὁ Τίγρης ποταμός ἐστι ναυσίπορος, ὃν οὐκ ἂν δυναίμεθα ἄνευ πλοίων διαβῆναι·
- ※ 4oς πκε αιώνας ⌘ Αριστοτέλης, Περὶ θαυμασίων ἀκουσμάτων (Mirabilium auscultationes) 168.1 - @scaife.perseus
- Ῥῆνος καὶ Ἰστρος οἱ ποταμοὶ ὑπ’ ἄρκτον ῥέουσιν, ὁ μὲν Γερμανοὺς ὁ δὲ Παίονας παραμείβων· καὶ θέρους μὲν ναυσίπορον ἔχουσι τὸ ῥεῖθρον, τοῦ δὲ χειμῶνος παγέντες ὑπὸ κρύους ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 6, 14.5
- τέσσαρες γὰρ οὗτοι μεγάλοι ποταμοὶ καὶ ναυσίποροι οἱ τέσσαρες εἰς τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν τὸ ὕδωρ ξυμβάλλουσιν, οὐ ξὺν τῇ σφετέρᾳ ἕκαστος ἐπωνυμίᾳ,
- Διότι και οι τέσσερις αυτοί μεγάλοι και πλωτοί ποταμοί χύνουν τα νερά τους στον Ινδό ποταμό, όχι όμως με το δικό του όνομα ο καθένας,
- Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr
- τέσσαρες γὰρ οὗτοι μεγάλοι ποταμοὶ καὶ ναυσίποροι οἱ τέσσαρες εἰς τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν τὸ ὕδωρ ξυμβάλλουσιν, οὐ ξὺν τῇ σφετέρᾳ ἕκαστος ἐπωνυμίᾳ,
- ≈ συνώνυμα: ναυσιπέρατος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 2, 2.3
- (ως παροξύτονο) ναυσιπόρος: που μεταφέρεται μέσω πλοίων (λ.χ. ένα στράτευμα)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 48 @scaife.perseus
- ναυσιπόρος στρατιά.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 48 @scaife.perseus
- που προκαλεί την κίνηση ενός πλωτού σκάφους (λ.χ. τα κουπιά)
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 172 @scaife.perseus
- Ἀχαιῶν τε πλάτας ναυσιπόρους
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι, στίχ. 172 @scaife.perseus
- ναύπορος
- ναυσίπλοος
Πηγές
- ναυσίπορος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ναυσίπορος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.