ναΰδριον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ναΰδριον τὰ ναΰδρι
      γενική τοῦ ναϋδρίου τῶν ναϋδρίων
      δοτική τῷ ναϋδρί τοῖς ναϋδρίοις
    αιτιατική τὸ ναΰδριον τὰ ναΰδρι
     κλητική ! ναΰδριον ναΰδρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναϋδρίω
γεν-δοτ τοῖν  ναϋδρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναΰδριον < ναός + υποκοριστικό επίθημα -ύδριον

Ουσιαστικό

ναΰδριον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.