μονώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

μονώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος μονώνω
  2. θα μονώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος μονώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μονώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μόνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.