μυστικίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυστικίστρια οι μυστικίστριες
      γενική της μυστικίστριας των μυστικιστριών
    αιτιατική τη μυστικίστρια τις μυστικίστριες
     κλητική μυστικίστρια μυστικίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυστικίστρια < μυστικιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

μυστικίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.