μυριάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| μῡρῐαδ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | μυριάς | αἱ | μυριάδες | |
| γενική | τῆς | μυριάδος | τῶν | μυριάδων | |
| δοτική | τῇ | μυριάδῐ | ταῖς | μυριάσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | μυριάδᾰ | τὰς | μυριάδᾰς | |
| κλητική ὦ! | μυριάς | μυριάδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυριάδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυριάδοιν | |||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- μυριάς < μύριοι, μυριαδ-
Ουσιαστικό
μυριάς, -άδος θηλυκό
- μυριάδα, δέκα χιλιάδες
- (κατ’ επέκταση) αμέτρητος αριθμός, αναρίθμητο πλήθος
Σύνθετα
- δισμυριάς
Πηγές
- μυριάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυριάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.