μυκοτοξίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυκοτοξίνη | οι | μυκοτοξίνες |
| γενική | της | μυκοτοξίνης | των | μυκοτοξινών |
| αιτιατική | τη | μυκοτοξίνη | τις | μυκοτοξίνες |
| κλητική | μυκοτοξίνη | μυκοτοξίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μυκοτοξίνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.