μυκοπρωτεΐνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυκοπρωτεΐνη | οι | μυκοπρωτεΐνες |
| γενική | της | μυκοπρωτεΐνης | των | μυκοπρωτεϊνών |
| αιτιατική | τη | μυκοπρωτεΐνη | τις | μυκοπρωτεΐνες |
| κλητική | μυκοπρωτεΐνη | μυκοπρωτεΐνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μυκοπρωτεΐνη θηλυκό
- (βιολογία): πρωτεΐνη που παράγεται από βιομάζα μυκήτων.
Μεταφράσεις
μυκοπρωτεΐνη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.