μυδοπίλαφο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μυδοπίλαφο | τα | μυδοπίλαφα |
| γενική | του | μυδοπίλαφου | των | μυδοπίλαφων |
| αιτιατική | το | μυδοπίλαφο | τα | μυδοπίλαφα |
| κλητική | μυδοπίλαφο | μυδοπίλαφα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μυδοπίλαφο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.