μυγδαλόψιχα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυγδαλόψιχα | οι | μυγδαλόψιχες |
| γενική | της | μυγδαλόψιχας | — | |
| αιτιατική | τη | μυγδαλόψιχα | τις | μυγδαλόψιχες |
| κλητική | μυγδαλόψιχα | μυγδαλόψιχες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυγδαλόψιχα < μύγδαλ(ο) + -ό- + ψίχα ή αμυγδαλόψιχα με αποβολή του αρχικού φωνήεντος
Μεταφράσεις
μυγδαλόψιχα
|
Πηγές
- «αμυγδαλόψιχα, μυγδαλόψιχα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.