μυγδαλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μυγδαλιά | οι | μυγδαλιές |
| γενική | της | μυγδαλιάς | των | μυγδαλιών |
| αιτιατική | τη | μυγδαλιά | τις | μυγδαλιές |
| κλητική | μυγδαλιά | μυγδαλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυγδαλιά < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
μυγδαλιά
|
→ δείτε τη λέξη αμυγδαλιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.