μπριάμι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπριάμι | τα | μπριάμια |
| γενική | του | μπριαμιού | των | μπριαμιών |
| αιτιατική | το | μπριάμι | τα | μπριάμια |
| κλητική | μπριάμι | μπριάμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπριάμι < τουρκική biryan
Μεταφράσεις
μπριάμι
|
→ δείτε τη λέξη μπριάμ |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.