μπούρδας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπούρδας | οι | μπούρδες |
| γενική | του | μπούρδα | — | |
| αιτιατική | τον | μπούρδα | τους | μπούρδες |
| κλητική | μπούρδα | μπούρδες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbuɾ.ðas/
Ετυμολογία 1
- μπούρδας < η μπούρδ(α) + -ας
Ετυμολογία 2
- μπούρδας : κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.