μπουλντοζιέρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουλντοζιέρης | οι | μπουλντοζιέρηδες |
| γενική | του | μπουλντοζιέρη | των | μπουλντοζιέρηδων |
| αιτιατική | τον | μπουλντοζιέρη | τους | μπουλντοζιέρηδες |
| κλητική | μπουλντοζιέρη | μπουλντοζιέρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουλντοζιέρης < μπουλντόζ(α) + -ιέρης
Μεταφράσεις
μπουλντοζιέρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.