μπουλμές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουλμές | οι | μπουλμέδες |
| γενική | του | μπουλμέ | των | μπουλμέδων |
| αιτιατική | τον | μπουλμέ | τους | μπουλμέδες |
| κλητική | μπουλμέ | μπουλμέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουλμές < τουρκική bοlme
Ουσιαστικό
μπουλμές αρσενικό
- (ναυτικός όρος) η φρακτή, το μετάλλινο χώρισμα διαμερισμάτων πλοίου,
- Στο μπουλμέ, βιδωτή σ' ένα μπρατσόλι, κρεμόταν μια χάλκινη λάμπα του πετρελαίου. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
Μεταφράσεις
μπουλμές
|
→ δείτε τη λέξη φρακτή |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.