μπουγαδόνερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπουγαδόνερο | τα | μπουγαδόνερα |
| γενική | του | μπουγαδόνερου | των | μπουγαδόνερων |
| αιτιατική | το | μπουγαδόνερο | τα | μπουγαδόνερα |
| κλητική | μπουγαδόνερο | μπουγαδόνερα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- μπουγαδόνερο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
μπουγαδόνερο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.