μπουάτ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μπουάτ < γαλλική boîte < παλαιά γαλλική boiste < δημώδης λατινική *buxita < υστερολατινική buxis < αρχαία ελληνική πυξίς (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

μπουάτ θηλυκό άκλιτο

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

μπουάτ ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.