μπογιάντισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπογιάντισμα | τα | μπογιαντίσματα |
| γενική | του | μπογιαντίσματος | των | μπογιαντισμάτων |
| αιτιατική | το | μπογιάντισμα | τα | μπογιαντίσματα |
| κλητική | μπογιάντισμα | μπογιαντίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπογιάντισμα < μπογιαντίζω
Μεταφράσεις
μπογιάντισμα
|
→ δείτε τη λέξη βάψιμο |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.