μπιστόλι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιστόλι τα μπιστόλια
      γενική του μπιστολιού των μπιστολιών
    αιτιατική το μπιστόλι τα μπιστόλια
     κλητική μπιστόλι μπιστόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιστόλι < μετατροπή από "π" σε "μπ" του πιστόλι

Ουσιαστικό

μπιστόλι ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.