μπιστολιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπιστολιά | οι | μπιστολιές |
| γενική | της | μπιστολιάς | των | μπιστολιών |
| αιτιατική | την | μπιστολιά | τις | μπιστολιές |
| κλητική | μπιστολιά | μπιστολιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπιστολιά < μετατροπή από "π" σε "μπ" του πιστολιά
Μεταφράσεις
μπιστολιά
|
→ δείτε τη λέξη πιστολιά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.