μπισκοτοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπισκοτοποιία οι μπισκοτοποιίες
      γενική της μπισκοτοποιίας των μπισκοτοποιιών
    αιτιατική την μπισκοτοποιία τις μπισκοτοποιίες
     κλητική μπισκοτοποιία μπισκοτοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπισκοτοποιία < μπισκότ(ο) + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

μπισκοτοποιία θηλυκό

  1. η παρασκευή μπισκότων
  2. η εγκατάσταση / βιομηχανία παρασκευής μπισκότων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.