μπιρμπιλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπιρμπιλίζω < μπιρμπίλ(α) + -ίζω
Ρήμα
μπιρμπιλίζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μπιρμπίλα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μπιρμπιλίζω | μπιρμπίλιζα | θα μπιρμπιλίζω | να μπιρμπιλίζω | μπιρμπιλίζοντας | |
| β' ενικ. | μπιρμπιλίζεις | μπιρμπίλιζες | θα μπιρμπιλίζεις | να μπιρμπιλίζεις | μπιρμπίλιζε | |
| γ' ενικ. | μπιρμπιλίζει | μπιρμπίλιζε | θα μπιρμπιλίζει | να μπιρμπιλίζει | ||
| α' πληθ. | μπιρμπιλίζουμε | μπιρμπιλίζαμε | θα μπιρμπιλίζουμε | να μπιρμπιλίζουμε | ||
| β' πληθ. | μπιρμπιλίζετε | μπιρμπιλίζατε | θα μπιρμπιλίζετε | να μπιρμπιλίζετε | μπιρμπιλίζετε | |
| γ' πληθ. | μπιρμπιλίζουν(ε) | μπιρμπίλιζαν μπιρμπιλίζαν(ε) |
θα μπιρμπιλίζουν(ε) | να μπιρμπιλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μπιρμπίλισα | θα μπιρμπιλίσω | να μπιρμπιλίσω | μπιρμπιλίσει | ||
| β' ενικ. | μπιρμπίλισες | θα μπιρμπιλίσεις | να μπιρμπιλίσεις | μπιρμπίλισε | ||
| γ' ενικ. | μπιρμπίλισε | θα μπιρμπιλίσει | να μπιρμπιλίσει | |||
| α' πληθ. | μπιρμπιλίσαμε | θα μπιρμπιλίσουμε | να μπιρμπιλίσουμε | |||
| β' πληθ. | μπιρμπιλίσατε | θα μπιρμπιλίσετε | να μπιρμπιλίσετε | μπιρμπιλίστε | ||
| γ' πληθ. | μπιρμπίλισαν μπιρμπιλίσαν(ε) |
θα μπιρμπιλίσουν(ε) | να μπιρμπιλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μπιρμπιλίσει | είχα μπιρμπιλίσει | θα έχω μπιρμπιλίσει | να έχω μπιρμπιλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μπιρμπιλίσει | είχες μπιρμπιλίσει | θα έχεις μπιρμπιλίσει | να έχεις μπιρμπιλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μπιρμπιλίσει | είχε μπιρμπιλίσει | θα έχει μπιρμπιλίσει | να έχει μπιρμπιλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μπιρμπιλίσει | είχαμε μπιρμπιλίσει | θα έχουμε μπιρμπιλίσει | να έχουμε μπιρμπιλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μπιρμπιλίσει | είχατε μπιρμπιλίσει | θα έχετε μπιρμπιλίσει | να έχετε μπιρμπιλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μπιρμπιλίσει | είχαν μπιρμπιλίσει | θα έχουν μπιρμπιλίσει | να έχουν μπιρμπιλίσει |
| |
Μεταφράσεις
μπιρμπιλίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.