μπιλιέτο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιλιέτο τα μπιλιέτα
      γενική του μπιλιέτου των μπιλιέτων
    αιτιατική το μπιλιέτο τα μπιλιέτα
     κλητική μπιλιέτο μπιλιέτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπιλιέτο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μπιλιέτο ουδέτερο

  • σύντομο μήνυμα σε ένα κομμάτι χαρτί, πρόχειρο γράμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.