μπατανόβουρτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπατανόβουρτσα | οι | μπατανόβουρτσες |
| γενική | της | μπατανόβουρτσας | των | μπατανοβουρτσών |
| αιτιατική | την | μπατανόβουρτσα | τις | μπατανόβουρτσες |
| κλητική | μπατανόβουρτσα | μπατανόβουρτσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπατανόβουρτσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μπατανόβουρτσα θηλυκό
- στρογγυλό και σχετικά χοντρό είδος πινέλου που χρησιμοποιείται κυρίως για βάψιμο μεγάλων επιφανειών
Μεταφράσεις
μπατανόβουρτσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.