μπασαβιόλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπασαβιόλα οι μπασαβιόλες
      γενική της μπασαβιόλας
    αιτιατική την μπασαβιόλα τις μπασαβιόλες
     κλητική μπασαβιόλα μπασαβιόλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπασαβιόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bassο di viola > μπάσο βιόλα > μπασαβιόλα & πασαβιόλα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.saˈvʝo.la/

Ουσιαστικό

μπασαβιόλα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.