μπασαβιόλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μπασαβιόλα | οι | μπασαβιόλες |
| γενική | της | μπασαβιόλας | — | |
| αιτιατική | την | μπασαβιόλα | τις | μπασαβιόλες |
| κλητική | μπασαβιόλα | μπασαβιόλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπασαβιόλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bassο di viola > μπάσο βιόλα > μπασαβιόλα & πασαβιόλα[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.saˈvʝo.la/
Μεταφράσεις
μπασαβιόλα
|
→ δείτε τη λέξη κοντραμπάσο |
Αναφορές
- μπασαβιόλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.