μπαλ μασκέ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μπαλ μασκέ < απροσάρμοστο λόγιο δάνειο από τη γαλλική bal masqué < bal & masqué (μασκέ) [1]
Ουσιαστικό
μπαλ μασκέ ουδέτερο άκλιτο
- χορός μεταμφιεσμένων - και, γενικότερα, συγκέντρωση - όπου όλοι οι συμμετέχοντες φορούν μάσκες ή είναι μασκαρεμένοι με στολή
- μπαλ ντε τετ (μόνο με μάσκα στο πρόσωπο)
Μεταφράσεις
χορός μεταμφιεσμένων
Αναφορές
- μασκέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.