μπαγιονέτ
Νέα ελληνικά (el)

Λαμπτήρας μπαγιονέτ με διάμετρο 22 χιλιοστά (B22)
Ετυμολογία
- μπαγιονέτ < (λόγιο δάνειο) γαλλική baïonnette[1] < Bayonne (Μπαγιόν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.ʝoˈnet/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐γιο‐νέτ
Ουσιαστικό
μπαγιονέτ θηλυκό άκλιτο
Αντώνυμα
- βιδωτός (λαμπτήρας)
- B15, B22
Αναφορές
- μπαγιονέτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.