μπέτωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπέτωμα τα μπετώματα
      γενική του μπετώματος των μπετωμάτων
    αιτιατική το μπέτωμα τα μπετώματα
     κλητική μπέτωμα μπετώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπέτωμα < μπετόν  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

μπέτωμα ουδέτερο

(νεολογισμός, σπάνιο, προφορικό, ανεπίσημο)
  1. η πλήρης ακινησία, σα να είναι κανείς ενσωματωμένος σε μπετόν
      Ένα Σαββατοκύριακο τον μήνα θα είναι αφιερωμένο σε αυτό που οι γνώστες αποκαλούμε «μπέτωμα». Δηλαδή, πιτζάμα, Netflix και πεντακάθαρος νεροχύτης, γιατί κάθε γεύμα θα είναι delivery.
      Σήμερα η μέρα κύλησε ομαλά με μπετωμα στη καρέκλα και διάβασμα ! Προπόνηση δεν παίχτηκε. Μόνο χαλαρό περπάτημα σήμερα για τη βραδινή έξοδο (από φόρουμ)
      Κλασική Κυριακή με πολύ ωραίο φαγάκι , «μπέτωμα» στον καναπέ και την τηλεόραση στην διαπασών.
  2. κάνω κοσμητική ιατρική (αντί για μακιγιάζ = περιπαικτικά «σοβάτισμα», κάνω κάτι πιο βαρύ, όχι με σοβά, αλλά με μπετόν)
      Εγώ είμαι από τις τηλεοπτικές που ακόμη δεν το έχουν ξεκινήσει το βαρύ το μπέτωμα. Αν χρειαστεί, όλα θα τα μπετώσω», είπε και συνέχισε ...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.