μπέτωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπέτωμα | τα | μπετώματα |
| γενική | του | μπετώματος | των | μπετωμάτων |
| αιτιατική | το | μπέτωμα | τα | μπετώματα |
| κλητική | μπέτωμα | μπετώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπέτωμα < μπετόν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μπέτωμα ουδέτερο
- (νεολογισμός, σπάνιο, προφορικό, ανεπίσημο)
- η πλήρης ακινησία, σα να είναι κανείς ενσωματωμένος σε μπετόν
- ※ Ένα Σαββατοκύριακο τον μήνα θα είναι αφιερωμένο σε αυτό που οι γνώστες αποκαλούμε «μπέτωμα». Δηλαδή, πιτζάμα, Netflix και πεντακάθαρος νεροχύτης, γιατί κάθε γεύμα θα είναι delivery.
- ※ Σήμερα η μέρα κύλησε ομαλά με μπετωμα στη καρέκλα και διάβασμα ! Προπόνηση δεν παίχτηκε. Μόνο χαλαρό περπάτημα σήμερα για τη βραδινή έξοδο (από φόρουμ)
- ※ Κλασική Κυριακή με πολύ ωραίο φαγάκι , «μπέτωμα» στον καναπέ και την τηλεόραση στην διαπασών.
- κάνω κοσμητική ιατρική (αντί για μακιγιάζ = περιπαικτικά «σοβάτισμα», κάνω κάτι πιο βαρύ, όχι με σοβά, αλλά με μπετόν)
Μεταφράσεις
μπέτωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.