μούτρα

Νέα ελληνικά (el)

Ουσιαστικό

μούτρα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. το μούτρο, η μούρη
    τα μούτρα σου είναι βρώμικα και δεν θα βγούμε έξω αν δεν τα πλύνεις
  2. (μεταφορικά) η αυτοπεποίθηση
  3. έκφραση του προσώπου που δηλώνει δυσαρέσκεια
    Τι έχεις; Τι μούτρα είναι αυτά;

Εκφράσεις

  • αρπάζω κάποιον από τα μούτρα
  • για τα μούτρα μου
  • κάνω μούτρα
  • κρατάω μούτρα
  • ξινίζω τα μούτρα μου
  • πετάω στα μούτρα κάποιου κάτι
  • πέφτουν τα μούτρα μου
  • πέφτω με τα μούτρα
  • ρίχνομαι με τα μούτρα
  • ρίχνω τα μούτρα μου
  • σαν τα μούτρα μου: (με χλευαστική, ειρωνική διάθεση) τόσο χάλια όσο χάλια είμαι κι εγώ
  • σπάω τα μούτρα κάποιου
  • σπάω τα μούτρα μου
  • τρώω τα μούτρα μου
  • τρίβω στα μούτρα κάποιου κάτι

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

μούτρα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μούτρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.