μουστώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μουστώνω
- (κυριολεκτικά) με ζαλίζει ο μούστος και οι αναθυμιάσεις του
- (μεταφορικά) αισθάνομαι ναρκωμένος, ζαλισμένος
Συγγενικά
- μούστωμα
- μουστωμένος
- → δείτε τη λέξη μούστος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μουστώνω | μούστωνα | θα μουστώνω | να μουστώνω | μουστώνοντας | |
| β' ενικ. | μουστώνεις | μούστωνες | θα μουστώνεις | να μουστώνεις | μούστωνε | |
| γ' ενικ. | μουστώνει | μούστωνε | θα μουστώνει | να μουστώνει | ||
| α' πληθ. | μουστώνουμε | μουστώναμε | θα μουστώνουμε | να μουστώνουμε | ||
| β' πληθ. | μουστώνετε | μουστώνατε | θα μουστώνετε | να μουστώνετε | μουστώνετε | |
| γ' πληθ. | μουστώνουν(ε) | μούστωναν μουστώναν(ε) |
θα μουστώνουν(ε) | να μουστώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μούστωσα | θα μουστώσω | να μουστώσω | μουστώσει | ||
| β' ενικ. | μούστωσες | θα μουστώσεις | να μουστώσεις | μούστωσε | ||
| γ' ενικ. | μούστωσε | θα μουστώσει | να μουστώσει | |||
| α' πληθ. | μουστώσαμε | θα μουστώσουμε | να μουστώσουμε | |||
| β' πληθ. | μουστώσατε | θα μουστώσετε | να μουστώσετε | μουστώστε | ||
| γ' πληθ. | μούστωσαν μουστώσαν(ε) |
θα μουστώσουν(ε) | να μουστώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μουστώσει | είχα μουστώσει | θα έχω μουστώσει | να έχω μουστώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μουστώσει | είχες μουστώσει | θα έχεις μουστώσει | να έχεις μουστώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μουστώσει | είχε μουστώσει | θα έχει μουστώσει | να έχει μουστώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μουστώσει | είχαμε μουστώσει | θα έχουμε μουστώσει | να έχουμε μουστώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μουστώσει | είχατε μουστώσει | θα έχετε μουστώσει | να έχετε μουστώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μουστώσει | είχαν μουστώσει | θα έχουν μουστώσει | να έχουν μουστώσει |
| |
Μεταφράσεις
μουστώνω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.