μουστοκούλουρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μουστοκούλουρο τα μουστοκούλουρα
      γενική του μουστοκούλουρου των μουστοκούλουρων
    αιτιατική το μουστοκούλουρο τα μουστοκούλουρα
     κλητική μουστοκούλουρο μουστοκούλουρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουστοκούλουρο < μούστος + κουλούρι

Ουσιαστικό

μουστοκούλουρο ουδέτερο

  • Κουλούρι φτιαγμένο με μούστο, αλεύρι και ζάχαρη. Παραδοσιακό ελληνικό γλυκό. Η συνταγή του ποικίλει από περιοχή σε περιοχή. Μπορεί να είναι τραγανό ή μαλακό και μπορεί να είναι σε πλεξούδες (κοτσιδάκια), μακρόστενο, κυκλικό, με τρύπα στη μέση ή χωρίς.

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.