μουζικάντης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μουζικάντης οι μουζικάντες
      γενική του μουζικάντη των μουζικαντών
    αιτιατική τον μουζικάντη τους μουζικάντες
     κλητική μουζικάντη μουζικάντες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μουζικάντης < ιταλική musicante

Ουσιαστικό

μουζικάντης αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.