μονότερμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το μονότερμα
      γενική
    αιτιατική το μονότερμα
     κλητική μονότερμα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονότερμα < μονό- + τέρμα

Ουσιαστικό

μονότερμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό μόνο στην ονομαστική και αιτιατική (ελλειπτικό ουσιαστικό) [1]

  1. (αθλητισμός) είδος ποδοσφαίρου όπου οι δύο αντίπαλες (ολιγομελείς συνήθως) ομάδες προσπαθούν να βάλουν γκολ σε ένα και μόνο τέρμα (ο τερματοφύλακας δεν είναι μέλος καμίας από τις δύο ομάδες)
    Ήμασταν στο γήπεδο μόνο πέντε παιδιά κι αποφασίσαμε να παίξουμε μονότερμα. Ρίξαμε κλήρο κι ο Γιώργος έκατσε τερματοφύλακας.

Επίρρημα

μονότερμα

  1. τους πήραμε μονότερμα: για να δηλωθεί η απόλυτη υπεροχή της μιας ομάδας η οποία επιτίθεται συνεχώς και επομένως ο αγώνας γίνεται μπροστά στο ένα μόνο τέρμα
  2. (μεταφορικά) όταν σε ένα διάλογο μιλάει μόνο ο ένας και δεν αφήνει τον άλλο να μιλήσει κι αυτός
    Σταμάτα τώρα και άσε και κάποιον άλλον να μιλήσει, γιατί τους πήρες μονότερμα τους ανθρώπους.

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.