δίτερμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το δίτερμα
      γενική
    αιτιατική το δίτερμα
     κλητική δίτερμα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δίτερμα < (δις) δί- + τέρμα κατά το μονότερμα [1]

Ουσιαστικό

δίτερμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό μόνο στην ονομαστική και αιτιατική (ελλειπτικό ουσιαστικό)

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.