μονοσάκχαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μονοσάκχαρο τα μονοσάκχαρα
      γενική του μονοσακχάρου
& μονοσάκχαρου
των μονοσακχάρων
    αιτιατική το μονοσάκχαρο τα μονοσάκχαρα
     κλητική μονοσάκχαρο μονοσάκχαρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μονοσάκχαρο < μονο- + σάκχαρο

Ουσιαστικό

μονοσάκχαρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.