μονοδρομώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μονοδρομώ < μονόδρομος + -ώ
Συγγενικά
- μονοδρόμηση
- → δείτε τις λέξεις μονόδρομος, μόνος και δρόμος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μονοδρομώ | μονοδρομούσα | θα μονοδρομώ | να μονοδρομώ | μονοδρομώντας | |
| β' ενικ. | μονοδρομείς | μονοδρομούσες | θα μονοδρομείς | να μονοδρομείς | (μονοδρόμει) | |
| γ' ενικ. | μονοδρομεί | μονοδρομούσε | θα μονοδρομεί | να μονοδρομεί | ||
| α' πληθ. | μονοδρομούμε | μονοδρομούσαμε | θα μονοδρομούμε | να μονοδρομούμε | ||
| β' πληθ. | μονοδρομείτε | μονοδρομούσατε | θα μονοδρομείτε | να μονοδρομείτε | μονοδρομείτε | |
| γ' πληθ. | μονοδρομούν(ε) | μονοδρομούσαν(ε) | θα μονοδρομούν(ε) | να μονοδρομούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μονοδρόμησα | θα μονοδρομήσω | να μονοδρομήσω | μονοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | μονοδρόμησες | θα μονοδρομήσεις | να μονοδρομήσεις | μονοδρόμησε | ||
| γ' ενικ. | μονοδρόμησε | θα μονοδρομήσει | να μονοδρομήσει | |||
| α' πληθ. | μονοδρομήσαμε | θα μονοδρομήσουμε | να μονοδρομήσουμε | |||
| β' πληθ. | μονοδρομήσατε | θα μονοδρομήσετε | να μονοδρομήσετε | μονοδρομήστε | ||
| γ' πληθ. | μονοδρόμησαν μονοδρομήσαν(ε) |
θα μονοδρομήσουν(ε) | να μονοδρομήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μονοδρομήσει | είχα μονοδρομήσει | θα έχω μονοδρομήσει | να έχω μονοδρομήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μονοδρομήσει | είχες μονοδρομήσει | θα έχεις μονοδρομήσει | να έχεις μονοδρομήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μονοδρομήσει | είχε μονοδρομήσει | θα έχει μονοδρομήσει | να έχει μονοδρομήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μονοδρομήσει | είχαμε μονοδρομήσει | θα έχουμε μονοδρομήσει | να έχουμε μονοδρομήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μονοδρομήσει | είχατε μονοδρομήσει | θα έχετε μονοδρομήσει | να έχετε μονοδρομήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μονοδρομήσει | είχαν μονοδρομήσει | θα έχουν μονοδρομήσει | να έχουν μονοδρομήσει |
| |
Μεταφράσεις
μονοδρομώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.