μονιμάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μονιμάς | οι | μονιμάδες |
| γενική | του | μονιμά | των | μονιμάδων |
| αιτιατική | τον | μονιμά | τους | μονιμάδες |
| κλητική | μονιμά | μονιμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μονιμάς < μόνιμος
Ουσιαστικό
μονιμάς αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) μόνιμος υπαξιωματικός ή, σπανιότερα, αξιωματικός, πολλές φορές και ειρωνικά
- ※ Κυριολεκτικά αναστάτωσε τους Αμερικάνους φαντάρους, που δεν ήταν παιδάκια, όπως στην ταινία, αλλά μονιμάδες, τριαντάρηδες, αγριόφατσες (Λάκης Παπαστάθης, Όταν ο Δαμιανός γύριζε την Ευδοκία, εκδόσεις Πατάκη, 2006)
- γενικότερα μόνιμος σε κάποια εργασία
- ※ Και βέβαια , όλα αυτά μέσα στον ακατασίγαστο σάλαγο των ΜΜΕ, των μονιμάδων της τηλεόρασης, της σεναριολογίας, της «ονοματολογίας», όπου «ζωγραφίζονται» πρόσωπα, σπιλώνονται υπολήψεις ενώ τα αυτόκλητα λαγωνικά ανιχνεύουν ... (Ο Πολίτης, τεύχη 102-106, σελ. 14)
Μεταφράσεις
μονιμάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.