μινιατούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μινιατούρα | οι | μινιατούρες |
| γενική | της | μινιατούρας | — | |
| αιτιατική | τη | μινιατούρα | τις | μινιατούρες |
| κλητική | μινιατούρα | μινιατούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μινιατούρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
μινιατούρα θηλυκό
- μικρογραφία, μικρή απομίμηση αντικειμένου ή έργου τέχνης
- στο σπίτι του κρατάει μια μινιατούρα του γλυπτού του Rodin
- κάτι πολύ μικρών διαστάσεων ή κάτι που είναι σχετικά μικρότερο από κάτι άλλο
- στην Πάρο συνάντησα μια μινιατούρα του παραδείσου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.