μικρομεμβράνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρομεμβράνη οι μικρομεμβράνες
      γενική της μικρομεμβράνης των μικρομεμβρανών
    αιτιατική τη μικρομεμβράνη τις μικρομεμβράνες
     κλητική μικρομεμβράνη μικρομεμβράνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία el

μικρομεμβράνη < μικρο- + μεμβράνη

Ουσιαστικό

μικρομεμβράνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.