μικροκομματισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροκομματισμός οι μικροκομματισμοί
      γενική του μικροκομματισμού των μικροκομματισμών
    αιτιατική τον μικροκομματισμό τους μικροκομματισμούς
     κλητική μικροκομματισμέ μικροκομματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροκομματισμός < μικρο- + κομματισμός

Ουσιαστικό

μικροκομματισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.