μηλόκρασο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλόκρασο τα μηλόκρασα
      γενική του μηλόκρασου των μηλόκρασων
    αιτιατική το μηλόκρασο τα μηλόκρασα
     κλητική μηλόκρασο μηλόκρασα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλόκρασο < μήλο + -ο- + κρασί + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /miˈlo.kɾa.so/

Ουσιαστικό

μηλόκρασο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.