μηλόδενδρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλόδενδρο τα μηλόδενδρα
      γενική του μηλόδενδρου των μηλόδενδρων
    αιτιατική το μηλόδενδρο τα μηλόδενδρα
     κλητική μηλόδενδρο μηλόδενδρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μηλόδενδρο < μηλό- + δένδρο

Ουσιαστικό

μηλόδενδρο θηλυκό

  1. (φυτό) οποιαδήποτε ποικιλία μηλιάς, ως δένδρο, από δενδροκομικής και κηπουρικής άποψης
  2. (γεωπονία) το σφαιρικό κλάδεμα καλλωπιστικών δενδρυλλίων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.