μηλοπαραγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηλοπαραγωγή | οι | μηλοπαραγωγές |
| γενική | της | μηλοπαραγωγής | των | μηλοπαραγωγών |
| αιτιατική | τη | μηλοπαραγωγή | τις | μηλοπαραγωγές |
| κλητική | μηλοπαραγωγή | μηλοπαραγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηλοπαραγωγή < μηλο- + -παραγωγή
Ουσιαστικό
μηλοπαραγωγή, θηλυκό
- (γεωπονία) η παραγωγή μήλων ενός μηλεώνα, ή μιας περιοχής, ή διοικητικής περιφέρειας
- ↪ η μηλοπαραγωγή μετριέται σε τόνους
Μεταφράσεις
μηλοπαραγωγή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.