μηλοβολία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μηλοβολία | οι | μηλοβολίες |
| γενική | της | μηλοβολίας | των | μηλοβολιών |
| αιτιατική | τη | μηλοβολία | τις | μηλοβολίες |
| κλητική | μηλοβολία | μηλοβολίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μηλοβολία < μηλοβόλος
Ουσιαστικό
μηλοβολία ουδέτερο
- η επιλογή ή ανάδειξη προσώπου με βολή μήλου
- η μηλοβολία αποτελεί ελληνικό πανάρχαιο, (από τους μυθικούς χρόνους), γαμικό έθιμο, στην επιλογή συζύγου, που συνεχίζει να υφίσταται και σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο με διάφορες παραλλαγές.
Μεταφράσεις
μηλοβολία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.