μετεωροσκόπιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | μετεωροσκόπιον | τὰ | μετεωροσκόπιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | μετεωροσκοπίου | τῶν | μετεωροσκοπίων | ||||
| δοτική | τῷ | μετεωροσκοπίῳ | τοῖς | μετεωροσκοπίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | μετεωροσκόπιον | τὰ | μετεωροσκόπιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | μετεωροσκόπιον | μετεωροσκόπιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετεωροσκοπίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | μετεωροσκοπίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- μετεωροσκόπιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετεωροσκόπ(ος) + -ιον
Ουσιαστικό
μετεωροσκόπιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (αστρονομία) το μετεωροσκόπιο
- άλλες μορφές: μετεωροσκοπεῖον
Πηγές
- μετεωροσκόπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.