μετεωροσκόπιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μετεωροσκόπιον τὰ μετεωροσκόπι
      γενική τοῦ μετεωροσκοπίου τῶν μετεωροσκοπίων
      δοτική τῷ μετεωροσκοπί τοῖς μετεωροσκοπίοις
    αιτιατική τὸ μετεωροσκόπιον τὰ μετεωροσκόπι
     κλητική ! μετεωροσκόπιον μετεωροσκόπι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετεωροσκοπίω
γεν-δοτ τοῖν  μετεωροσκοπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετεωροσκόπιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετεωροσκόπ(ος) + -ιον

Ουσιαστικό

μετεωροσκόπιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.