μετεωροσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μετεωροσκοπία | οι | μετεωροσκοπίες |
| γενική | της | μετεωροσκοπίας | των | μετεωροσκοπιών |
| αιτιατική | τη | μετεωροσκοπία | τις | μετεωροσκοπίες |
| κλητική | μετεωροσκοπία | μετεωροσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μετεωροσκοπία < μετεωροσκόπος + -ία, μορφολογικά αναλύεται μετέωρ(ο) + -ο- + -σκοπία
Μεταφράσεις
μετεωροσκοπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.