μεταξοσκούληκο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεταξοσκούληκο | τα | μεταξοσκούληκα |
| γενική | του | μεταξοσκούληκου | των | μεταξοσκούληκων |
| αιτιατική | το | μεταξοσκούληκο | τα | μεταξοσκούληκα |
| κλητική | μεταξοσκούληκο | μεταξοσκούληκα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.