μετακάρπιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μετακάρπιον τὰ μετακάρπι
      γενική τοῦ μετακαρπίου τῶν μετακαρπίων
      δοτική τῷ μετακαρπί τοῖς μετακαρπίοις
    αιτιατική τὸ μετακάρπιον τὰ μετακάρπι
     κλητική ! μετακάρπιον μετακάρπι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μετακαρπίω
γεν-δοτ τοῖν  μετακαρπίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μετακάρπιον < μετα- + καρπίον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική καρπός

Ουσιαστικό

μετακάρπιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.