μεσῶν

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική μεσῶν μεσοῦσ τὸ μεσοῦν
      γενική τοῦ μεσοῦντος τῆς μεσούσης τοῦ μεσοῦντος
      δοτική τῷ μεσοῦντ τῇ μεσούσ τῷ μεσοῦντ
    αιτιατική τὸν μεσοῦντ τὴν μεσοῦσᾰν τὸ μεσοῦν
     κλητική ! μεσῶν μεσοῦσ μεσοῦν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ μεσοῦντες αἱ μεσοῦσαι τὰ μεσοῦντ
      γενική τῶν μεσούντων τῶν μεσουσῶν τῶν μεσούντων
      δοτική τοῖς μεσοῦσῐ(ν) ταῖς μεσούσαις τοῖς μεσοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς μεσοῦντᾰς τὰς μεσούσᾱς τὰ μεσοῦντ
     κλητική ! μεσοῦντες μεσοῦσαι μεσοῦντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ μεσοῦντε τὼ μεσούσ τὼ μεσοῦντε
      γεν-δοτ τοῖν μεσούντοιν τοῖν μεσούσαιν τοῖν μεσούντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'ποιῶν' όπως «ποιῶν» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

μεσῶν, μεσοῦσα, μεσοῦν

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του συνηρημένου ρήματος μεσῶ (ασυναίρετο μεσόω)
    1. όντας στο μέσο (ιδίως για χρονική περίοδο)
      μεσοῦσα ἡμέρα : μεσημέρι
      5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 104
      μεσοῦσα δὲ ἡ ἡμέρη σχεδὸν παραπλησίως καίει τούς ‹τε› ἄλλους ἀνθρώπους καὶ τοὺς Ἰνδούς
      Καθώς μεσημεριάζει, ο ήλιος καίει στους Ινδούς το ίδιο σχεδόν όσο και στους άλλους ανθρώπους
      Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr
    2. (ως γενική απόλυτος)
        5ος αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5, 57.1
      Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου θέρους μεσοῦντος [...]
      Στα μέσα του επόμενου καλοκαιριού [...]
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greeklanguage.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.